ρεγουλάρω

ρεγουλάρω
-ισα και -α, -ίστηκα, -ισμένος, κανονίζω, ρυθμίζω: Άφησε στο γκαράζ το αυτοκίνητο, για να ρεγουλάρουν τη μηχανή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρεγουλάρω — ρεγουλάρω, ρεγουλάρισα, ρεγουλαρισμένος βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρεγουλάρω — και ρεγολάρω Ν τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regolar < λατ. regulo «κανονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ρεγουλάρισμα — το, Ν [ρεγουλάρω] ρύθμιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”